μακαρίτισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μακαρίτισσα οι μακαρίτισσες
      γενική της μακαρίτισσας
    αιτιατική τη μακαρίτισσα τις μακαρίτισσες
     κλητική μακαρίτισσα μακαρίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μακαρίτισσα < μακαρίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

μακαρίτισσα θηλυκό

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μακαρίτης

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.