μακαρίτισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μακαρίτισσα | οι | μακαρίτισσες |
| γενική | της | μακαρίτισσας | — | |
| αιτιατική | τη | μακαρίτισσα | τις | μακαρίτισσες |
| κλητική | μακαρίτισσα | μακαρίτισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μακαρίτισσα < μακαρίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό
μακαρίτισσα θηλυκό
- θηλυκό του μακαρίτης
- ※ Μονάχα μια βιβλιοθήκη του πατέρα του κράτηξε ο Κοσμάς και ένα σκρίνιο, που 'βανε η μακαρίτισσα η μάνα του τις πορσελάνες και τα κρύσταλλά της. (Γωγώ Ατζολετάκη, Η φίλη σου, Ροζαλία, Εκδόσεις Ιωλκός, 2015 )
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μακαρίτης
μακαρίτισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.