μακάβριος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μακάβριος | η | μακάβρια | το | μακάβριο |
| γενική | του | μακάβριου | της | μακάβριας | του | μακάβριου |
| αιτιατική | τον | μακάβριο | τη | μακάβρια | το | μακάβριο |
| κλητική | μακάβριε | μακάβρια | μακάβριο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μακάβριοι | οι | μακάβριες | τα | μακάβρια |
| γενική | των | μακάβριων | των | μακάβριων | των | μακάβριων |
| αιτιατική | τους | μακάβριους | τις | μακάβριες | τα | μακάβρια |
| κλητική | μακάβριοι | μακάβριες | μακάβρια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
.
Ετυμολογία
- μακάβριος < γαλλική macabre ή το ισπανικό macabro < πιθανόν από τη λέξη Μακκαβαίος (επειδή οι νεκρικοί χοροί και οι αντίστοιχες ζωγραφιές σε εκκλησίες κατά το Μεσαίωνα ονομάζονταν και χοροί των Μακκαβαίων) ή αν η ρίζα είναι ισπανική, τότε μπορεί να προέρχεται από την αραβική λέξη που προφέρεται "μακαμπέρ" και σημαίνει νεκροταφείο
Επίθετο
μακάβριος, -α, -ο
- ανατριχιαστικός, σχετικός με το θάνατο, την ταφή, φρικαλέος
- μακάβριες εικόνες, μακάβριο θέαμα
Εκφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.