ανατριχιαστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανατριχιαστικός | η | ανατριχιαστική | το | ανατριχιαστικό |
| γενική | του | ανατριχιαστικού | της | ανατριχιαστικής | του | ανατριχιαστικού |
| αιτιατική | τον | ανατριχιαστικό | την | ανατριχιαστική | το | ανατριχιαστικό |
| κλητική | ανατριχιαστικέ | ανατριχιαστική | ανατριχιαστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανατριχιαστικοί | οι | ανατριχιαστικές | τα | ανατριχιαστικά |
| γενική | των | ανατριχιαστικών | των | ανατριχιαστικών | των | ανατριχιαστικών |
| αιτιατική | τους | ανατριχιαστικούς | τις | ανατριχιαστικές | τα | ανατριχιαστικά |
| κλητική | ανατριχιαστικοί | ανατριχιαστικές | ανατριχιαστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανατριχιαστικός < ανατριχιάζω
Επίθετο
ανατριχιαστικός
- που προκαλεί ανατριχίλα από φρίκη, τρόμο
- Μη μπαίνεις σε ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, αρκεί η ουσία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.