μαγνητοσκοπημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μαγνητοσκοπημένος | η | μαγνητοσκοπημένη | το | μαγνητοσκοπημένο |
| γενική | του | μαγνητοσκοπημένου | της | μαγνητοσκοπημένης | του | μαγνητοσκοπημένου |
| αιτιατική | τον | μαγνητοσκοπημένο | τη | μαγνητοσκοπημένη | το | μαγνητοσκοπημένο |
| κλητική | μαγνητοσκοπημένε | μαγνητοσκοπημένη | μαγνητοσκοπημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μαγνητοσκοπημένοι | οι | μαγνητοσκοπημένες | τα | μαγνητοσκοπημένα |
| γενική | των | μαγνητοσκοπημένων | των | μαγνητοσκοπημένων | των | μαγνητοσκοπημένων |
| αιτιατική | τους | μαγνητοσκοπημένους | τις | μαγνητοσκοπημένες | τα | μαγνητοσκοπημένα |
| κλητική | μαγνητοσκοπημένοι | μαγνητοσκοπημένες | μαγνητοσκοπημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μαγνητοσκοπημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μαγνητοσκοπώ, μαγνητοσκοπούμαι]]
Μεταφράσεις
μαγνητοσκοπημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.