μαγνητοσκοπώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μαγνητοσκοπώ < μαγνητοσκοπῶ στην καθαρεύουσα < μαγνήτης + σκοπῶ
Ρήμα
μαγνητοσκοπώ, πρτ.: μαγνητοσκοπούσα, στ.μέλλ.: θα μαγνητοσκοπήσω, αόρ.: μαγνητοσκόπησα, παθ.φωνή: μαγνητοσκοπούμαι, μτχ.π.π.: μαγνητοσκοπημένος
Μεταφράσεις
μαγνητοσκοπώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.