μαγκώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μαγκώνω < *μαγκανώνω[1] / *μαγγανώνω[2] < μάγκανο[1] / μάγγανο[2] < ελληνιστική κοινή μάγγανον

Ρήμα

μαγκώνω (παθητική φωνή: μαγκώνομαι)

  1. σφίγγω κάτι με μάγκανο
    Μάγκωσέ το καλά, για να να...
  2. (παθητική φωνή) πιάνεται ένα μέλος του σώματός μου και συσφίγγεται από μηχανισμό παρόμοιο με του μαγκάνου, όπως μια πόρτα ή ένα συρτάρι που κλείνει απότομα
  3. (παθητική φωνή) (μεταφορικά) μαζεύομαι, φέρομαι πολύ συγκρατημένα, νιώθω αμήχανα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

  1. μαγκώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.