μαγεύομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μαγεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος μαγεύω

Ρήμα

μαγεύομαι, πρτ.: μαγευόμουν, στ.μέλλ.: θα μαγευτώ, αόρ.: μαγεύτηκα, μτχ.π.π.: μαγεμένος

  • ενθουσιάζομαι, γοητεύομαι από την ομορφιά ή άλλα χαρίσματα ενός ανθρώπου, φυσικού στοιχείου κ.λπ.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.