μαγειρευμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μαγειρευμένος | η | μαγειρευμένη | το | μαγειρευμένο |
| γενική | του | μαγειρευμένου | της | μαγειρευμένης | του | μαγειρευμένου |
| αιτιατική | τον | μαγειρευμένο | τη | μαγειρευμένη | το | μαγειρευμένο |
| κλητική | μαγειρευμένε | μαγειρευμένη | μαγειρευμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μαγειρευμένοι | οι | μαγειρευμένες | τα | μαγειρευμένα |
| γενική | των | μαγειρευμένων | των | μαγειρευμένων | των | μαγειρευμένων |
| αιτιατική | τους | μαγειρευμένους | τις | μαγειρευμένες | τα | μαγειρευμένα |
| κλητική | μαγειρευμένοι | μαγειρευμένες | μαγειρευμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
μαγειρευμένος, -η, -ο
- < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μαγειρεύω → δείτε τη λέξη μαγειρεμένος
Μεταφράσεις
μαγειρευμένος
|
→ δείτε τη λέξη μαγειρεμένος |
Πηγές
- μαγειρευμένος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.