μαγειρευμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαγειρευμένος η μαγειρευμένη το μαγειρευμένο
      γενική του μαγειρευμένου της μαγειρευμένης του μαγειρευμένου
    αιτιατική τον μαγειρευμένο τη μαγειρευμένη το μαγειρευμένο
     κλητική μαγειρευμένε μαγειρευμένη μαγειρευμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαγειρευμένοι οι μαγειρευμένες τα μαγειρευμένα
      γενική των μαγειρευμένων των μαγειρευμένων των μαγειρευμένων
    αιτιατική τους μαγειρευμένους τις μαγειρευμένες τα μαγειρευμένα
     κλητική μαγειρευμένοι μαγειρευμένες μαγειρευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

μαγειρευμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.