μαγειριά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαγειριά οι μαγειριές
      γενική της μαγειριάς των μαγειριών
    αιτιατική τη μαγειριά τις μαγειριές
     κλητική μαγειριά μαγειριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαγειριά < μαγειρ- (πρβλ μάγειρας, μαγειρεύω) + -ιά (κατάληξη που δηλώνει ποσότητα -πρβλ κουταλιά)

Ουσιαστικό

μαγειριά θηλυκό και μαγεριά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.