φρικασέ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φρικασέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική fricassée, μετοχή του fricasser (ψήνω -κρέας- με λαχανικά)
Προφορά
- ΔΦΑ : /fɾi.kaˈse/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρι‐κα‐σέ
Ουσιαστικό
φρικασέ ουδέτερο άκλιτο
- (μαγειρική, φαγητά) γενική ονομασία για βραστό φαγητό που περιέχει κάποιο είδος κρέατος και σπανάκι ή μαρούλι ή κάποιο άλλο πράσινο συνήθως χορταρικό
- ↪ Με τι έκανες τελικά το φρικασέ; Εγώ του φρικασέ δεν του βάζω ποτέ μαρουλι.
- ↪ Την επόμενη Κυριακή θα έχουμε αρνάκι φρικασέ με μαρούλι.
-
φρικασέ στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.