μαγγάνιο
Νέα ελληνικά (el)
|
Ετυμολογία
- μαγγάνιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: μαγγάνιον < παλαιά γαλλική mangane < ιταλική manganese < λατινική Magnesia < αρχαία ελληνική Μαγνησία
Ουσιαστικό
μαγγάνιο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) χημικό στοιχείο, με ατομικό αριθμό 25 και χημικό σύμβολο το Mn
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μαγγάνιο | τα | μαγγάνια |
| γενική | του | μαγγάνιου & μαγγανίου |
των | μαγγάνιων & μαγγανίων |
| αιτιατική | το | μαγγάνιο | τα | μαγγάνια |
| κλητική | μαγγάνιο | μαγγάνια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- μαγγανιούχος
- μαγγανίτης
Σύνθετα
- υπερμαγγανικός
-
μαγγάνιο στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
μαγγάνιο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.