μαγγανιούχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαγγανιούχος η μαγγανιούχα το μαγγανιούχο
      γενική του μαγγανιούχου της μαγγανιούχας του μαγγανιούχου
    αιτιατική τον μαγγανιούχο τη μαγγανιούχα το μαγγανιούχο
     κλητική μαγγανιούχε μαγγανιούχα μαγγανιούχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαγγανιούχοι οι μαγγανιούχες τα μαγγανιούχα
      γενική των μαγγανιούχων των μαγγανιούχων των μαγγανιούχων
    αιτιατική τους μαγγανιούχους τις μαγγανιούχες τα μαγγανιούχα
     κλητική μαγγανιούχοι μαγγανιούχες μαγγανιούχα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μαγγανιούχος < μαγγάνιο + -ούχος

Επίθετο

μαγγανιούχος, -α, -ο

  • (χημεία): χημική ένωση που φέρει στο μόριό της άτομο μαγγανίου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.