μόλυσμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μόλυσμα τα μολύσματα
      γενική του μολύσματος των μολυσμάτων
    αιτιατική το μόλυσμα τα μολύσματα
     κλητική μόλυσμα μολύσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μόλυσμα < ελληνιστική κοινή μόλυσμα < αρχαία ελληνική μολύνω

Ουσιαστικό

μόλυσμα ουδέτερο

  1. (σπάνιο) άλλη μορφή του μόλυνση
  2. (σπάνιο) ό,τι προκαλεί μόλυνση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.