ΣΤΑΣΥ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ΣΤΑΣΥ < Σταθερές Συγκοινωνίες
Προφορά
- ΔΦΑ : /staˈsi/
Συντομομορφή
ΣΤΑ.ΣΥ. θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό ακρωνύμιο
- (μέσο μεταφορών) εταιρεία διαχείρισης και λειτουργίας των μέσων σταθερής τροχιάς στην Αθήνα
- ※ Η εταιρεία ΣΤΑΣΥ Α.Ε. (Σταθερές Συγκοινωνίες) ελέγχει τον Ηλεκτρικό Σιδηρόδρομο Αθηνών – Πειραιώς (ΗΣΑΠ) και την Αττικό Μετρό Εταιρεία Λειτουργίας (ΑΜΕΛ), όπως και την ΤΡΑΜ Α.Ε. Στις ΣΤΑΣΥ πέρυσι ο κύκλος εργασιών διαμορφώθηκε στα 73,1 εκατομμύρια από 96,1 εκατομμύρια το 2019, ενώ το κόστος των πωλήσεων αυτών διαμορφώθηκε στα 126,7 εκατομμύρια, παράγοντας μεικτές ζημίες 53,6 εκατομμυρίων.
- Ηλίας Μπέλλος, Συγκοινωνίες: Η προσπάθεια ανάταξης των ΟΣΥ και των ΣΤΑΣΥ, Η Καθημερινή, 18 Νοεμβρίου 2021
- ※ Η εταιρεία ΣΤΑΣΥ Α.Ε. (Σταθερές Συγκοινωνίες) ελέγχει τον Ηλεκτρικό Σιδηρόδρομο Αθηνών – Πειραιώς (ΗΣΑΠ) και την Αττικό Μετρό Εταιρεία Λειτουργίας (ΑΜΕΛ), όπως και την ΤΡΑΜ Α.Ε. Στις ΣΤΑΣΥ πέρυσι ο κύκλος εργασιών διαμορφώθηκε στα 73,1 εκατομμύρια από 96,1 εκατομμύρια το 2019, ενώ το κόστος των πωλήσεων αυτών διαμορφώθηκε στα 126,7 εκατομμύρια, παράγοντας μεικτές ζημίες 53,6 εκατομμυρίων.
-
ΣΤΑΣΥ στη Βικιπαίδεια

- ΑΜΕΛ
- ΟΑΣΑ
- ΟΣΥ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.