μέσο κοινωνικής δικτύωσης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μέσο κοινωνικής δικτύωσης | τα | μέσα κοινωνικής δικτύωσης |
| γενική | του | μέσου κοινωνικής δικτύωσης | των | μέσων κοινωνικής δικτύωσης |
| αιτιατική | το | μέσο κοινωνικής δικτύωσης | τα | μέσα κοινωνικής δικτύωσης |
| κλητική | μέσο κοινωνικής δικτύωσης | μέσα κοινωνικής δικτύωσης | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μέσο κοινωνικής δικτύωσης < → δείτε τις λέξεις μέσο, κοινωνικός και δικτύωση (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική social media)
Πολυλεκτικός όρος
μέσο κοινωνικής δικτύωσης ουδέτερο
- (διαδίκτυο, νεολογισμός) διαδικτυακή πλατφόρμα και εφαρμογή που επιτρέπει στους χρήστες να επικοινωνούν, να μοιράζονται περιεχόμενο και να δημιουργούν προφίλ ή κοινότητες με άλλους χρήστες μέσω του διαδικτύου
Υπώνυμα
- TikTok
- YouTube
Σημειώσεις
Μεταφράσεις
μέσο κοινωνικής δικτύωσης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.