μέσο κοινωνικής δικτύωσης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μέσο κοινωνικής δικτύωσης τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης
      γενική του μέσου κοινωνικής δικτύωσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης
    αιτιατική το μέσο κοινωνικής δικτύωσης τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης
     κλητική μέσο κοινωνικής δικτύωσης μέσα κοινωνικής δικτύωσης
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μέσο κοινωνικής δικτύωσης <  δείτε τις λέξεις μέσο, κοινωνικός και δικτύωση (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική social media)

Πολυλεκτικός όρος

μέσο κοινωνικής δικτύωσης ουδέτερο

Υπώνυμα

  • Facebook
  • Twitter
  • Instagram
  • LinkedIn
  • TikTok
  • YouTube

Σημειώσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.