Αγγλικά (en)
Κύριο όνομα
Facebook (en)
- (διαδίκτυο, νεολογισμός) μέσο κοινωνικής δικτύωσης, στο οποίο οι χρήστες μπορούν να βρίσκουν γνωστούς ή «φίλους», να ανταλλάσσουν μηνύματα και να αναρτούν περιεχόμενο (κείμενο, φωτογραφίες κ.λπ.)
-
Facebook στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.