μεθύσκω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μεθύσκω < αρχαία ελληνική μεθύσκω
Ρήμα
μεθύσκω (παθητική φωνή: μεθύσκομαι)
- (αρχαιοπρεπές) (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) (μεταβατικό) άλλη μορφή του μεθώ
Μεταφράσεις
μεθύσκω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.