υδρόμελι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υδρόμελι < αρχαία ελληνική ὑδρόμελι

Ουσιαστικό

υδρόμελι ουδέτερο

  • γλυκό ποτό που παρσκευάζεται από νερό και μέλι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.