υδρόμελι
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
υδρόμελι
<
αρχαία ελληνική
ὑδρόμελι
Ουσιαστικό
υδρόμελι
ουδέτερο
γλυκό
ποτό
που παρσκευάζεται από νερό και
μέλι
Μεταφράσεις
υδρόμελι
αγγλικά
:
mead
(en)
γαλλικά
:
hydromel
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.