μέγαιρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μέγαιρα οι μέγαιρες
      γενική της μέγαιρας
    αιτιατική τη μέγαιρα τις μέγαιρες
     κλητική μέγαιρα μέγαιρες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μέγαιρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Μέγαιρα, λόγιο ενδογενές δάνειο: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική mégère < λατινική Megaera < αρχαία ελληνική Μέγαιρα[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈme.ʝe.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μέγαιρα

Ουσιαστικό

μέγαιρα θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.