μάνταλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μάνταλο τα μάνταλα
      γενική του μάνταλου των μάνταλων
    αιτιατική το μάνταλο τα μάνταλα
     κλητική μάνταλο μάνταλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένα είδος μάνταλου (1)

Ετυμολογία

μάνταλο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μάνταλο < μάνταλος (αρσενικό) < ελληνιστική κοινή μάνδαλος[1]

Ουσιαστικό

μάνταλο και μάνδαλο ουδέτερο

  1. μακρόστενο κομμάτι από μέταλλο ή ξύλο συνήθως, με ορθογώνια διατομή, το οποίο είναι ελεύθερο να περιστραφεί στο ένα του άκρο γύρω από άξονα ενώ το άλλο του άκρο είναι ελεύθερο να πέσει είτε εντός εγκοπής είτε πάνω σε άλλη προεξοχή η οποία το εμποδίζει να κινηθεί περαιτέρω έτσι ώστε να παραμένει σταθερά στην ίδια θέση. Χρησιμεύει στο να ασφαλίζει ένα αντικείμενο (που κατά τ' άλλα είναι συνήθως περιορισμένο να κινείται εντός σταθερής τροχιάς), όπως π.χ. ένα παραθυρόφυλλο, ένας κινητός φράκτης κλπ., ώστε αυτό είτε να ακινητοποιείται σε μία συγκεκριμένη θέση ή να μην είναι ελεύθερο να κινηθεί ανεξάρτητα.
  2. μηχανισμός που χρησιμοποιείται για να ασφαλίζει τις πόρτες ή τα παράθυρα και χρησιμοποιεί διαφορετική τεχνική από τον σύρτη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.