μάνταλα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία 1
- μάνταλα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
μάνταλα ουδέτερο άκλιτο
- (ινδουισμός, βουδισμός) συμμετρικό γεωμετρικό γράφημα του Σύμπαντος
Ετυμολογία 2
- μάνταλα: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
μάνταλα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μάνταλο
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Πηγές
- μάνταλα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.