μάνταλα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία 1

μάνταλα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

μάνταλα ουδέτερο άκλιτο

  • (ινδουισμός, βουδισμός) συμμετρικό γεωμετρικό γράφημα του Σύμπαντος

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

μάνταλα: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

μάνταλα ουδέτερο



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

μάνταλα, πλαστή λέξη < πιθανόν πάταλα με επίδραση του μάνταλος.

Ουσιαστικό

μάνταλα άκλιτο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.