μαντάλωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μαντάλωμα | τα | μανταλώματα |
| γενική | του | μανταλώματος | των | μανταλωμάτων |
| αιτιατική | το | μαντάλωμα | τα | μανταλώματα |
| κλητική | μαντάλωμα | μανταλώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μαντάλωμα < μανταλώνω < μανδαλώνω
Ουσιαστικό
μαντάλωμα ουδέτερο (ο πληθ. όχι συνήθης)
- το κλείσιμο μιας πόρτας, ενός παράθυρου ή άλλου ασφαλιζόμενου αντικειμένου με μάνταλο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.