παραθυρόφυλλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παραθυρόφυλλο τα παραθυρόφυλλα
      γενική του παραθυρόφυλλου των παραθυρόφυλλων
    αιτιατική το παραθυρόφυλλο τα παραθυρόφυλλα
     κλητική παραθυρόφυλλο παραθυρόφυλλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραθυρόφυλλο < παράθυρ(ο) + -ό- + φύλλο

Ουσιαστικό

παραθυρόφυλλο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.