μάγευμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | μάγευμᾰ | τὰ | μαγεύμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | μαγεύμᾰτος | τῶν | μαγευμᾰ́των |
| δοτική | τῷ | μαγεύμᾰτῐ | τοῖς | μαγεύμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | μάγευμᾰ | τὰ | μαγεύμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | μάγευμᾰ | μαγεύμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μαγεύμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μαγευμᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μάγευμα, -ατος ουδέτερο
- στην (καθαρεύουσα) μάγευμα: γοητεία, απόλαυση [1]
Αναφορές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Πηγές
- μάγευμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μάγευμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.