λυκειάρχης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η λυκειάρχης οι λυκειάρχες
      γενική του
του/της
λυκειάρχη
λυκειάρχου
των λυκειαρχών
    αιτιατική τον/τη λυκειάρχη τους/τις λυκειάρχες
     κλητική λυκειάρχη
(λυκειάρχα)
λυκειάρχες
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -ου, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «λιμενάρχης».
Και παλιότερη λόγια μορφή κλητικής ενικού σε ύφος επίσημο ή ειρωνικό.
Κατηγορία όπως «λιμενάρχης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λυκειάρχης < λύκει(ο) + -άρχης

Ουσιαστικό

λυκειάρχης αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό και λυκειάρχισσα)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.