Λύκειον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | Λύκειον | τὰ | Λύκειᾰ |
| γενική | τοῦ | Λυκείου | τῶν | Λυκείων |
| δοτική | τῷ | Λυκείῳ | τοῖς | Λυκείοις |
| αιτιατική | τὸ | Λύκειον | τὰ | Λύκειᾰ |
| κλητική ὦ! | Λύκειον | Λύκειᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Λυκείω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Λυκείοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Λύκειον < λύκειος
Κύριο όνομα
Λύκειον ουδέτερο
- γυμναστήριο της αρχαίας Αθήνας κοντά στο ναό του Λύκειου Απόλλωνα, όπου βρισκόταν η σχολή του Αριστοτέλη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.