Lampe
Γερμανικά (de)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
| ονομαστική | die | Lampe | die | Lampen |
| γενική | der | Lampe | der | Lampen |
| δοτική | der | Lampe | den | Lampen |
| αιτιατική | die | Lampe | die | Lampen |
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈlampə/
- ⓘ
Φλαμανδικά (vls)
Ετυμολογία
- Lampe < → λείπει η ετυμολογία
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- Lampe < → λείπει η ετυμολογία
Ιταλικά (it)
Ετυμολογία
- Lampe < → λείπει η ετυμολογία
Σουηδικά (sv)
Ετυμολογία
- Lampe < → λείπει η ετυμολογία
Σλοβενικά (sl)
Ετυμολογία
- Lampe < → λείπει η ετυμολογία
Νορβηγικά (no)
Ετυμολογία
- Lampe < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.