lupus

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

lupus < οσκοουμβρική lupus < πρωτοϊταλική *lukʷos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wĺ̥kʷos

Ουσιαστικό

lupus (la) αρσενικό (θηλυκό: lupa)

Εκφράσεις

  • homo homini lupus
  • frena lapata σιδηρά αρπάγη
  • lupum auribus teneo (λύκον στα αυτιά τείνω -έχω)
  • committo ovem + αφαιρ. lupo, επιτρέπω το πρόβατο στο λύκο (για τους έχθιστους)

Σημειώσεις

Στα σλάβικα το φτιάρι lapata ή lοpata

Σύνθετα

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική lupus lupī
γενική lupī lupōrum
δοτική lupō lupīs
αιτιατική lupum lupōs
κλητική lupe lupī
αφαιρετική lupō lupīs
(β' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.