λούπινο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λούπινο | τα | λούπινα |
| γενική | του | λούπινου | των | λούπινων |
| αιτιατική | το | λούπινο | τα | λούπινα |
| κλητική | λούπινο | λούπινα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Λούπινα
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈlu.pi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λού‐πι‐νο
Ουσιαστικό
λούπινο ουδέτερο
- λούμπινο
- λούμπινος
- λούπινας
- λουπίνι
- λούπινος
-
λούπινο στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.