λουκάνικον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

λουκάνικον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή λουκάνικον < λατινική lucanicum είδος αλλαντικού των Lucani (λαός της Κάτω Ιταλίας)

Ουσιαστικό

λουκάνικον ουδέτερο

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ λουκάνικον τὰ λουκάνικ
      γενική τοῦ λουκανίκου τῶν λουκανίκων
      δοτική τῷ λουκανίκ τοῖς λουκανίκοις
    αιτιατική τὸ λουκάνικον τὰ λουκάνικ
     κλητική ! λουκάνικον λουκάνικ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λουκανίκω
γεν-δοτ τοῖν  λουκανίκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λουκάνικον (ελληνιστική κοινή), λέξη του 4ου αιώνα < (άμεσο δάνειο) λατινική lucanicum είδος αλλαντικού των Lucani (λαός της Κάτω Ιταλίας) [1]

Ουσιαστικό

λουκάνικον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Αναφορές

  1. «λουκάνικο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.