βομβάρδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βομβάρδα | οι | βομβάρδες |
| γενική | της | βομβάρδας | των | βομβαρδών |
| αιτιατική | τη | βομβάρδα | τις | βομβάρδες |
| κλητική | βομβάρδα | βομβάρδες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βομβάρδα < μεσαιωνική ελληνική βομβάρδα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) (τηλεβόλο ή βλήμα), μορφή του μπομπάρδα < ιταλική bombarda
Προφορά
- ΔΦΑ : /voɱˈvaɾ.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βομ‐βάρ‐δα
Ουσιαστικό
βομβάρδα θηλυκό
- (παρωχημένο ή καθαρεύουσα) η μπομπάρδα
- (ιστορία, οπλισμός) στη σημασία: μεσαιωνικό κανόνι
- (ιστορία, ναυτικός όρος) στη σημασία τύπος παλιού ιστιοφόρου πλοίου
- ※ Καὶ σ’ ὀλίγες βδομάδες ὁ Σπύρος, ὁ γαμβρός, ἑτοιμάσθη νὰ κάμῃ ταξίδι, μὲ τὴν βομβάρδα τ’ ἀδερφοῦ του […]
- κ’ ἐκάθισε ἀκόμη πέντ’ ἓξ ἡμέρες, ἐπειδὴ ἔκαμε μιὰ ὄψιμη χιονιά, κ’ οἱ βοριάδες ἐθύμωσαν, καὶ δὲν μποροῦσε ἡ βομβάρδα ν’ ἀρμενίσῃ καταπάν’ τὸν ἀέρα.
- Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τὸ Νησὶ τῆς Οὐρανίτσας
- άλλη μορφή: μπουμπάρδα
Μεταφράσεις
βομβάρδα
|
→ δείτε τη λέξη μπομπάρδα |
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Πηγές
- βομβάρδα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.