βομβάρδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βομβάρδα οι βομβάρδες
      γενική της βομβάρδας των βομβαρδών
    αιτιατική τη βομβάρδα τις βομβάρδες
     κλητική βομβάρδα βομβάρδες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βομβάρδα < μεσαιωνική ελληνική βομβάρδα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) (τηλεβόλο ή βλήμα), μορφή του μπομπάρδα < ιταλική bombarda

Προφορά

ΔΦΑ : /voɱˈvaɾ.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βομβάρδα

Ουσιαστικό

βομβάρδα θηλυκό

  • (παρωχημένο ή καθαρεύουσα) η μπομπάρδα
    1. (ιστορία, οπλισμός) στη σημασία: μεσαιωνικό κανόνι
    2. (ιστορία, ναυτικός όρος) στη σημασία τύπος παλιού ιστιοφόρου πλοίου
        Καὶ σ’ ὀλίγες βδομάδες ὁ Σπύρος, ὁ γαμβρός, ἑτοιμάσθη νὰ κάμῃ ταξίδι, μὲ τὴν βομβάρδα τ’ ἀδερφοῦ του []
      κ’ ἐκάθισε ἀκόμη πέντ’ ἓξ ἡμέρες, ἐπειδὴ ἔκαμε μιὰ ὄψιμη χιονιά, κ’ οἱ βοριάδες ἐθύμωσαν, καὶ δὲν μποροῦσε ἡ βομβάρδα ν’ ἀρμενίσῃ καταπάν’ τὸν ἀέρα.
      Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τὸ Νησὶ τῆς Οὐρανίτσας
      άλλη μορφή: μπουμπάρδα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ουσιαστικό

βομβάρδα θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.