λογοδοσμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λογοδοσμένος | η | λογοδοσμένη | το | λογοδοσμένο |
| γενική | του | λογοδοσμένου | της | λογοδοσμένης | του | λογοδοσμένου |
| αιτιατική | τον | λογοδοσμένο | τη | λογοδοσμένη | το | λογοδοσμένο |
| κλητική | λογοδοσμένε | λογοδοσμένη | λογοδοσμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λογοδοσμένοι | οι | λογοδοσμένες | τα | λογοδοσμένα |
| γενική | των | λογοδοσμένων | των | λογοδοσμένων | των | λογοδοσμένων |
| αιτιατική | τους | λογοδοσμένους | τις | λογοδοσμένες | τα | λογοδοσμένα |
| κλητική | λογοδοσμένοι | λογοδοσμένες | λογοδοσμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.