υλικολογισμικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υλικολογισμικό τα υλικολογισμικά
      γενική του υλικολογισμικού των υλικολογισμικών
    αιτιατική το υλικολογισμικό τα υλικολογισμικά
     κλητική υλικολογισμικό υλικολογισμικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υλικολογισμικό < υλικό + λογισμικό

Ουσιαστικό

υλικολογισμικό ουδέτερο

Υπερώνυμα

Αναφορές

  1. από αναζήτηση «firmware» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.