λογάρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λογάρι τα λογάρια
      γενική του λογαριού των λογαριών
    αιτιατική το λογάρι τα λογάρια
     κλητική λογάρι λογάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λογάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λογάρι(ο)(ν) < αρχαία ελληνική λογάριον, υποκοριστικό του λόγος < λέγω

Ουσιαστικό

λογάρι ουδέτερο

Μεταφράσεις


Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ουσιαστικό

λογάρι ουδέτερο, (επίσης αποτελεί ποντιακό ιδίωμα)

  • άλλη μορφή του λογάριον
      16ος/17ος αιώνας Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος/Δ, στίχ. 1937 (στίχοι 1937-1938)
    Δεν ελυπάτο την εξάν, που'χασε, και λογάρι,
    μα επόνειεν έτοιον Άγουρον, και τέτοιο Παλικάρι.
      17ος/18ος αιώνας, Πέτρος Κατσαΐτης, Ιφιγένεια, στίχ. 64 (στίχοι 63-66)
    Δὲν λέγω πὼς τὰ χέρια σου ἔχουν τοῦ Μίδα χάρη
    καὶ σ' ὅ,τι ᾽γγίσουν γίνεται εὐθὺς χρυσὸ λογάρι
    καὶ πὼς τὸ ζαχαρένιο σου στόμα τὸ μέλιν ἔχει
    κ' ἡ εὐγλωττία σὰν ποταμὸς γλυκὺς ἀπ' αὐτο τρέχει.
    Εμμανουήλ Κριαράς, Κατσαΐτης: Ιφιγένεια - Θύεστης, Κλαθμός Πελοποννήσου, ανέκδοτα έργα. Κριτική έκδοση με εισαγωγή, σημειώσεις και γλωσσάριο, Αθήνα 1950, (1η έκδοση), σελ. 4

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.