λιπόψυχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιπόψυχος η λιπόψυχη το λιπόψυχο
      γενική του λιπόψυχου της λιπόψυχης του λιπόψυχου
    αιτιατική τον λιπόψυχο τη λιπόψυχη το λιπόψυχο
     κλητική λιπόψυχε λιπόψυχη λιπόψυχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιπόψυχοι οι λιπόψυχες τα λιπόψυχα
      γενική των λιπόψυχων των λιπόψυχων των λιπόψυχων
    αιτιατική τους λιπόψυχους τις λιπόψυχες τα λιπόψυχα
     κλητική λιπόψυχοι λιπόψυχες λιπόψυχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λιπόψυχος < λιποψυχ(ώ) + -ος (αναδρομικός σχηματισμός).[1] Μορφολογικά αναλύεται σε λιπό- + -ψυχος

Επίθετο

λιπόψυχος

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.