λιποψυχώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λιποψυχώ < αρχαία ελληνική λιποψυχέω / λιποψυχῶ < λείπω + ψυχή
Προφορά
- ΔΦΑ : /li.po.psiˈxo/
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | λιποψυχώ | λιποψυχούσα | θα λιποψυχώ | να λιποψυχώ | λιποψυχώντας | |
| β' ενικ. | λιποψυχείς | λιποψυχούσες | θα λιποψυχείς | να λιποψυχείς | (λιποψύχει) | |
| γ' ενικ. | λιποψυχεί | λιποψυχούσε | θα λιποψυχεί | να λιποψυχεί | ||
| α' πληθ. | λιποψυχούμε | λιποψυχούσαμε | θα λιποψυχούμε | να λιποψυχούμε | ||
| β' πληθ. | λιποψυχείτε | λιποψυχούσατε | θα λιποψυχείτε | να λιποψυχείτε | λιποψυχείτε | |
| γ' πληθ. | λιποψυχούν(ε) | λιποψυχούσαν(ε) | θα λιποψυχούν(ε) | να λιποψυχούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | λιποψύχησα | θα λιποψυχήσω | να λιποψυχήσω | λιποψυχήσει | ||
| β' ενικ. | λιποψύχησες | θα λιποψυχήσεις | να λιποψυχήσεις | λιποψύχησε | ||
| γ' ενικ. | λιποψύχησε | θα λιποψυχήσει | να λιποψυχήσει | |||
| α' πληθ. | λιποψυχήσαμε | θα λιποψυχήσουμε | να λιποψυχήσουμε | |||
| β' πληθ. | λιποψυχήσατε | θα λιποψυχήσετε | να λιποψυχήσετε | λιποψυχήστε | ||
| γ' πληθ. | λιποψύχησαν λιποψυχήσαν(ε) |
θα λιποψυχήσουν(ε) | να λιποψυχήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω λιποψυχήσει | είχα λιποψυχήσει | θα έχω λιποψυχήσει | να έχω λιποψυχήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις λιποψυχήσει | είχες λιποψυχήσει | θα έχεις λιποψυχήσει | να έχεις λιποψυχήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει λιποψυχήσει | είχε λιποψυχήσει | θα έχει λιποψυχήσει | να έχει λιποψυχήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε λιποψυχήσει | είχαμε λιποψυχήσει | θα έχουμε λιποψυχήσει | να έχουμε λιποψυχήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε λιποψυχήσει | είχατε λιποψυχήσει | θα έχετε λιποψυχήσει | να έχετε λιποψυχήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν λιποψυχήσει | είχαν λιποψυχήσει | θα έχουν λιποψυχήσει | να έχουν λιποψυχήσει |
| |
Μεταφράσεις
λιποψυχώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.