λιποβαρής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιποβαρής η λιποβαρής το λιποβαρές
      γενική του λιποβαρούς* της λιποβαρούς του λιποβαρούς
    αιτιατική τον λιποβαρή τη λιποβαρή το λιποβαρές
     κλητική λιποβαρή(ς) λιποβαρής λιποβαρές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιποβαρείς οι λιποβαρείς τα λιποβαρή
      γενική των λιποβαρών των λιποβαρών των λιποβαρών
    αιτιατική τους λιποβαρείς τις λιποβαρείς τα λιποβαρή
     κλητική λιποβαρείς λιποβαρείς λιποβαρή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λιποβαρής < λιπο- (< λείπω) + βάρ(ος) + -ής[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /li.po.vaˈɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λιποβαρής

Επίθετο

λιποβαρής, -ής, -ές

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.