λινοτυπία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λινοτυπία | οι | λινοτυπίες |
| γενική | της | λινοτυπίας | των | λινοτυπιών |
| αιτιατική | τη | λινοτυπία | τις | λινοτυπίες |
| κλητική | λινοτυπία | λινοτυπίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Αράδα λινοτυπίας όπως φαίνεται από το πλάι.
Ετυμολογία
- λινοτυπία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική linotype < σήμα κατατεθέν Mergenthaler Linotype Company < line (γραμμή) + -o- + type (τύπος) > -τυπία [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /li.no.tiˈpi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐νο‐τυ‐πί‐α
Ουσιαστικό
λινοτυπία θηλυκό
- η παραγωγή τυπογραφικών στοιχείων σε ειδική λινοτυπική μηχανή
- (κατ’ επέκταση) τρόπος τυπογραφικής εκτύπωσης στον οποίο τα στοιχεία κάθε σειράς προέρχονται από λινοτυπική μηχανή
Συγγενικά
-
Linotype στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
λινοτυπία
|
|
Αναφορές
- λινοτυπία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.