λινοτυπία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λινοτυπία οι λινοτυπίες
      γενική της λινοτυπίας των λινοτυπιών
    αιτιατική τη λινοτυπία τις λινοτυπίες
     κλητική λινοτυπία λινοτυπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αράδα λινοτυπίας όπως φαίνεται από το πλάι.

Ετυμολογία

λινοτυπία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική linotype < σήμα κατατεθέν Mergenthaler Linotype Company < line (γραμμή) + -o- + type (τύπος) > -τυπία [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /li.no.tiˈpi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λινοτυπία

Ουσιαστικό

λινοτυπία θηλυκό

  1. η παραγωγή τυπογραφικών στοιχείων σε ειδική λινοτυπική μηχανή
  2. (κατ’ επέκταση) τρόπος τυπογραφικής εκτύπωσης στον οποίο τα στοιχεία κάθε σειράς προέρχονται από λινοτυπική μηχανή

Συγγενικά

  • Linotype στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.