λινοτύπης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λινοτύπης οι λινοτύπες
      γενική του λινοτύπη των λινοτυπών
    αιτιατική τον λινοτύπη τους λινοτύπες
     κλητική λινοτύπη λινοτύπες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λινοτύπης < λινοτυπία + -ης (αναδρομικός σχηματισμός)[1]

Ουσιαστικό

λινοτύπης αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.