λινοτυπικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λινοτυπικός | η | λινοτυπική | το | λινοτυπικό |
| γενική | του | λινοτυπικού | της | λινοτυπικής | του | λινοτυπικού |
| αιτιατική | τον | λινοτυπικό | τη | λινοτυπική | το | λινοτυπικό |
| κλητική | λινοτυπικέ | λινοτυπική | λινοτυπικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λινοτυπικοί | οι | λινοτυπικές | τα | λινοτυπικά |
| γενική | των | λινοτυπικών | των | λινοτυπικών | των | λινοτυπικών |
| αιτιατική | τους | λινοτυπικούς | τις | λινοτυπικές | τα | λινοτυπικά |
| κλητική | λινοτυπικοί | λινοτυπικές | λινοτυπικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη λινοτυπία
Μεταφράσεις
λινοτυπικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.