αγριολινάρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγριολινάρι τα αγριολινάρια
      γενική του αγριολιναριού των αγριολιναριών
    αιτιατική το αγριολινάρι τα αγριολινάρια
     κλητική αγριολινάρι αγριολινάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγριολινάρι < αγριο- + λινάρι

Ουσιαστικό

αγριολινάρι ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.