λινόχρους
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | λινόχρους | τὸ | λινόχρουν | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | λινόχρου | τοῦ | λινόχρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | λινόχρῳ | τῷ | λινόχρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | λινόχρουν | τὸ | λινόχρουν | ||
| κλητική ὦ! | λινόχρους | λινόχρουν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | λινόχροι | τὰ | λινόχροα | ||
| γενική | τῶν | λινόχρων | τῶν | λινόχρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | λινόχροις | τοῖς | λινόχροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | λινόχρους | τὰ | λινόχροα | ||
| κλητική ὦ! | λινόχροι | λινόχροα | ||||
| Οι σπάνιες κλητικές πτώσεις, ίδιες με τις ονομαστικές." | ||||||
| 2η κλίση, ομάδα 'εὔνοος εὔνους', Κατηγορία 'εὔνους' όπως «εὔνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λινόχρους < λινό- + -χρους
Επίθετο
λινόχρους, -ους, -ουν
- (καθαρεύουσα) που έχει το χρώμα του λιναριού
λινόχρους (χρώμα): - ※ Ἦτο ὁ γραμματικὸς τοῦ εἰρηνοδικείου, ὑψηλὸς νέος, ξανθός, μὲ μεγάλους λινόχρους μύστακας, μὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς προέχοντας ἐν χρῷ τοῦ προσώπου. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ο πολιτισμός εις το χωρίον)
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.