κείτομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κείτομαι < αρχαία ελληνική κεῖμαι
Ρήμα
κείτομαι (αποθετικό ρήμα)
- είμαι ξαπλωμένος (συνήθως: άρρωστος ή νεκρός)
- Ανέβαινε, κατέβαινε, βούλιαζε μέσα του η Κρήτη. Δεν ήταν νησί, ήταν ένα θεριό που κείτουνταν στη θάλασσα. (Ν.Καζαντζάκης, Ο καπετάν Μιχάλης)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.