μόλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μόλος οι μόλοι
      γενική του μόλου των μόλων
    αιτιατική τον μόλο τους μόλους
     κλητική μόλε μόλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μόλος < ιταλική molo

Ουσιαστικό

μόλος αρσενικό

  • η προκυμαία
      Επίσης, στο πλαίσιο της έρευνας, αποτυπώθηκε ο υποθαλάσσιος υστερορωμαϊκός μόλος που βρίσκεται στην περιοχή της Λαζαρέτας και πραγματοποιήθηκε γεωφυσική διασκόπηση στον κόλπο του λιμανιού της Σκιάθου (Αρχαιολογικόν δελτίον - τόμος 68, μέρος 2, τεύχος 2, 2013, σελ. 905)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.