λιθογραφημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λιθογραφημένος | η | λιθογραφημένη | το | λιθογραφημένο |
| γενική | του | λιθογραφημένου | της | λιθογραφημένης | του | λιθογραφημένου |
| αιτιατική | τον | λιθογραφημένο | τη | λιθογραφημένη | το | λιθογραφημένο |
| κλητική | λιθογραφημένε | λιθογραφημένη | λιθογραφημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λιθογραφημένοι | οι | λιθογραφημένες | τα | λιθογραφημένα |
| γενική | των | λιθογραφημένων | των | λιθογραφημένων | των | λιθογραφημένων |
| αιτιατική | τους | λιθογραφημένους | τις | λιθογραφημένες | τα | λιθογραφημένα |
| κλητική | λιθογραφημένοι | λιθογραφημένες | λιθογραφημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
λιθογραφημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.