λιθογραφώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λιθογραφώ < λιθογράφος + -ώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | λιθογραφώ | λιθογραφούσα | θα λιθογραφώ | να λιθογραφώ | λιθογραφώντας | |
| β' ενικ. | λιθογραφείς | λιθογραφούσες | θα λιθογραφείς | να λιθογραφείς | (λιθογράφει) | |
| γ' ενικ. | λιθογραφεί | λιθογραφούσε | θα λιθογραφεί | να λιθογραφεί | ||
| α' πληθ. | λιθογραφούμε | λιθογραφούσαμε | θα λιθογραφούμε | να λιθογραφούμε | ||
| β' πληθ. | λιθογραφείτε | λιθογραφούσατε | θα λιθογραφείτε | να λιθογραφείτε | λιθογραφείτε | |
| γ' πληθ. | λιθογραφούν(ε) | λιθογραφούσαν(ε) | θα λιθογραφούν(ε) | να λιθογραφούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | λιθογράφησα | θα λιθογραφήσω | να λιθογραφήσω | λιθογραφήσει | ||
| β' ενικ. | λιθογράφησες | θα λιθογραφήσεις | να λιθογραφήσεις | λιθογράφησε | ||
| γ' ενικ. | λιθογράφησε | θα λιθογραφήσει | να λιθογραφήσει | |||
| α' πληθ. | λιθογραφήσαμε | θα λιθογραφήσουμε | να λιθογραφήσουμε | |||
| β' πληθ. | λιθογραφήσατε | θα λιθογραφήσετε | να λιθογραφήσετε | λιθογραφήστε | ||
| γ' πληθ. | λιθογράφησαν λιθογραφήσαν(ε) |
θα λιθογραφήσουν(ε) | να λιθογραφήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω λιθογραφήσει | είχα λιθογραφήσει | θα έχω λιθογραφήσει | να έχω λιθογραφήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις λιθογραφήσει | είχες λιθογραφήσει | θα έχεις λιθογραφήσει | να έχεις λιθογραφήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει λιθογραφήσει | είχε λιθογραφήσει | θα έχει λιθογραφήσει | να έχει λιθογραφήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε λιθογραφήσει | είχαμε λιθογραφήσει | θα έχουμε λιθογραφήσει | να έχουμε λιθογραφήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε λιθογραφήσει | είχατε λιθογραφήσει | θα έχετε λιθογραφήσει | να έχετε λιθογραφήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν λιθογραφήσει | είχαν λιθογραφήσει | θα έχουν λιθογραφήσει | να έχουν λιθογραφήσει |
| |
Μεταφράσεις
λιθογραφώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.