λιθογλύφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λιθογλύφος | οι | λιθογλύφοι |
| γενική | του | λιθογλύφου | των | λιθογλύφων |
| αιτιατική | τον | λιθογλύφο | τους | λιθογλύφους |
| κλητική | λιθογλύφε | λιθογλύφοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λιθογλύφος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λιθογλύφος < λιθο- + -γλύφος < γλύφω
Προφορά
- ΔΦΑ : /li.θοˈɣli.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐θο‐γλύ‐φος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη λιθογλυφία
Μεταφράσεις
λιθογλύφος
|
|
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | λιθογλύφος | οἱ | λιθογλύφοι | ||||
| γενική | τοῦ | λιθογλύφου | τῶν | λιθογλύφων | ||||
| δοτική | τῷ | λιθογλύφῳ | τοῖς | λιθογλύφοις | ||||
| αιτιατική | τὸν | λιθογλύφον | τοὺς | λιθογλύφους | ||||
| κλητική ὦ! | λιθογλύφε | λιθογλύφοι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λιθογλύφω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | λιθογλύφοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- λιθογλύφος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική λιθο- + -γλύφος < γλύφω
Πηγές
- λιθογλύφος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λιθογλύφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.