λιγωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιγωμένος η λιγωμένη το λιγωμένο
      γενική του λιγωμένου της λιγωμένης του λιγωμένου
    αιτιατική τον λιγωμένο τη λιγωμένη το λιγωμένο
     κλητική λιγωμένε λιγωμένη λιγωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιγωμένοι οι λιγωμένες τα λιγωμένα
      γενική των λιγωμένων των λιγωμένων των λιγωμένων
    αιτιατική τους λιγωμένους τις λιγωμένες τα λιγωμένα
     κλητική λιγωμένοι λιγωμένες λιγωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /li.ɣoˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λιγωμένος

Μετοχή

λιγωμένος, -η, -ο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.