λιγούρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λιγούρα | οι | λιγούρες |
| γενική | της | λιγούρας | — | |
| αιτιατική | τη | λιγούρα | τις | λιγούρες |
| κλητική | λιγούρα | λιγούρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λιγούρα < λιγώνω + -ούρα < ελληνιστική κοινή ὀλιγόω / ὀλιγῶ < αρχαία ελληνική ὀλίγος
Συνώνυμα
Συγγενικά
- αλιγούρευτος
- λιγουρεύομαι
- λιγούρης
- λιγούρι
- → δείτε τις λέξεις λιγώνω και λίγος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.