λιγοήμερος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιγοήμερος η λιγοήμερη το λιγοήμερο
      γενική του λιγοήμερου της λιγοήμερης του λιγοήμερου
    αιτιατική τον λιγοήμερο τη λιγοήμερη το λιγοήμερο
     κλητική λιγοήμερε λιγοήμερη λιγοήμερο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιγοήμεροι οι λιγοήμερες τα λιγοήμερα
      γενική των λιγοήμερων των λιγοήμερων των λιγοήμερων
    αιτιατική τους λιγοήμερους τις λιγοήμερες τα λιγοήμερα
     κλητική λιγοήμεροι λιγοήμερες λιγοήμερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λιγοήμερος < ελληνιστική κοινή ὀλιγοήμερος < αρχαία ελληνική ὀλίγος + ἡμέρα

Επίθετο

λιγοήμερος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.